Οκτωβρίου 08, 2009

A tempo


Death may be the greatest of all human blessings.


Πάνε χιλιάδες χρόνια τώρα από την αποφράδα εκείνη μέρα που πήρα τη σκυτάλη της αθανασίας απ’ τον προκάτοχό μου.

Καταδικασμένος σε συνεχείς αναχωρήσεις, κρύβοντας τα σημάδια της νιότης - αποδείξεις μιας άδηλης συμφωνίας αιώνιας περιδιάβασης - γύρισα όλο τον κόσμο ολοκληρώνοντας τρεις ζωές μέχρι την επιστροφή στην αφετηρία και πάλι απ την αρχή…
Κουράστηκα να γεννιέμαι και να πεθαίνω κάθε εκατό χρόνια στη μνήμη των ανθρώπων … θυμάμαι περιστατικά και πρόσωπα που μείναν ζωντανά στη μνήμη μου να με παιδεύουν .. τους κουβαλώ όλους πάνω μου, αχθοφόρος πολλών ζωών, σαν να μην μου ‘φτανε το βάρος του δικού μου πεπρωμένου..
Ανάθεμα την ώρα που η ματαιοδοξία φούσκωσε στα σωθικά μου και δέχτηκα την μοίρα του γήινου παντεπόπτη, αλλά ήμουνα νέος και άμυαλος και δεν νοούσα σε τι μπελάδες μ’ έβαζα ….μου πήρε άπειρες ζωές – σταμάτησα να τις μετρώ – μέχρι να καταλάβω, και κάθε μέρα μετανιώνω .. αιώνες τώρα..

Μες στο αόρατο Βιβλίο της Άμμου* που δεν μπορείς να ξαναβρείς σελίδα, όσες φορές κι αν το γυρίσεις .. το ψάξεις.. μέσα - έξω, πίσω - μπρος, άλλες πετάγονται.. … αμέτρητος ο αριθμός σαν τις ζωές μου … Πώς να χωρέσει όλη η θλιβερή ανθρώπινη επανάληψη σε ένα βιβλίο.. Ποιος θα το κουβαλούσε … Ποια ράφια θα το φόρτωναν … Ο αναγνώστης θα λύγιζε σαν έβλεπε τον όγκο, … Κανείς δεν θα το άγγιζε, και κλειδωμένο θα έμενε σε υπόγεια να σαπίζει … Ποιο φωτεινό μυαλό σκαρφίστηκε ένα βιβλίο-ρουφήχτρα όπου όλα υπάρχουνε μα χάνονται όπως ποτέ να μην υπήρξαν .

Κι αν περιδιάβασα την οικουμένη όλη ίσαμε εξήντα ζωές , πάλι στα ίδια με έβρισκα που στην αρχή μου φαίνονταν καινούργια. Μα οι άνθρωποι παντού το ίδιο είναι, αλλάζει μόνο η φτιαξιά και το περπάτημά τους. Ακόμα και η γλώσσα τους, τους ίδιους ήχους βγάζει στο αυτί το ασκημένο. Κι αν επερπάτησα κοντά σε στρατηλάτες μ’ ασκέρια φωνακλάδικα , πάντα το ίδιο κοφτερό και βίαια τρυπούσε το μαχαίρι. Το αίμα το χυμένο παντού πηχτό και λασπωμένο φούσκωνε σε ποτάμια..

Κι αν κάθισα κοντά σε φιλοσόφους κι ακούμπησα τους άσπρους τους χιτώνες, τα ίδια λόγια άκουσα μ αυτά των γυμνοσόφων χαμένων μες στις αγορές που μύριζαν μπαχάρια .. Κουνούσα το κεφάλι μου και ίσα μες στα μάτια κοίταζα αυτά που αυτοί διαισθάνονταν, μα εγώ ήμουν σίγουρος κι αναρωτιόμουν, πως γίνεται μέσα σε μια ζωή ο άνθρωπος να ξέρει.

Και σε αυλές βασιλικές με έφερε η τύχη, να ξεπεζεύω άλογα, στάβλους να ξεκοπρίζω και το φαΐ το λιγοστό σε μέρη να χωρίζω. Κι ήτανε όλες οι αυλές το ίδιο καμωμένες, σκυφτές οι πλάτες πάντοτε στου αφέντη την κουβέντα. Μπροστά να υποκλίνονται μα πίσω του να φτύνουν.

Κοιμήθηκα στα άχυρα μα και σε μεταξένια, αφράτα κρεβατόγυρα που ύφαιναν κοπέλες. Μου πλένανε τα πόδια μου και με αρωματίζαν , τις συμβουλές μου άκουγαν σπουδαίοι αρχοντάδες.

Νύχτες πολλές περπάτησα γιατί με κυνηγούσαν εκείνοι που με γνώριζαν σε άλλες πολιτείες , δεν εγερνούσα, και αυτό ήταν η αιτία όπου με παρομοίαζαν ίδιο με δαίμονα που θα τους βοηθούσε στα καταχθόνια έργα τους ή που θα τους χαλούσε αυτά που εσκαρφίστηκαν σε πύργους κεκλιμένους ..

Στα κύματα βολόδερνα παρέα με κουρσάρους, πρώτος μέσα σε όλους, σπαθί ποτέ δεν με άγγιζε, ήμουν προφυλαγμένος να ζήσω άπειρες ζωές προτού να παραδώσω το αναίσχυντο μου μυστικό σ’ άφρονα νεανία.

Έμαθα πως τον δρόμο του αδύνατου αρκεί να περπατήσεις κι αμέσως θα βρεθούνε αυτοί που θα μισήσουνε το θάρρος που τους λείπει. Μα είναι και οι άλλοι όπου θα περπατήσουνε τον δρόμο της δικής τους αντοχής με αφοσίωση και βουλωμένα αφτιά από τα γιουχαΐσματα των αδυνάτων.

Κι είδα ανθρώπους συνετούς να χάνουν το μυαλό τους και αλόγιστα να ρίχνονται σε ανείπωτα αμαρτήματα.. την μια θεοί, την άλλη διάβολοι , αφού ο νους του ανθρώπου ίδιος λαβύρινθος , αλίμονο άμα τον περπατήσεις..

Θυμάμαι εκείνον τον Ινδό τοξότη που μια του σαϊτιά περνούσε σειρά τα δαχτυλίδια πως στάθηκε μπροστά στο βασιλιά τον τιμημένο αρνούμενος την τεχνική που είχε καιρό να ασκήσει.. ο θάνατος δεν μπόρεσε την γνώμη του ν’ αλλάξει γιατί η φήμη στέκει πιο δυνατή απ’ την ζωή την ίδια .. βουβοί κι αμίλητοι, κομμένη την ανάσα μπρος στην οργή του βασιλιά που ο σκλάβος θνητός έδειχνε να αψηφάει..

Και δεν μπορώ εκείνον να ξεχάσω που είδε το βιός του να το καταπίνει η φλόγα, να χάνει τα παιδιά και όλα αυτά που κάνουν έναν άνθρωπο ευτυχισμένο , ήρεμα τα μάτια να αποστρέφει και να μου λέει αδάκρυτα πως τίποτα δεν έχασε που ήτανε δικό του..

Προσφέρθηκα να βοηθήσω εκείνον που παράπαιε μέσα στην αγωνία μα ήταν μόνο η δική μου άποψη όταν αυτός μ αρνήθηκε και με σφιγμένο στόμα είπε πως δεν μπορεί με ευγνωμοσύνη ν αλυσοδέσει τη ζωή του και έπειτα στα μάτια μου αχάριστος να γίνει όπως και τόσοι άλλοι .. καλύτερα να τον θυμάμαι έτσι .. περήφανο και άδεχτο μέσα στη δυστυχία..

Είδα τα πλήθη ένθεα να δίνουν εξουσία σε βασιλείς και τύραννους μες σε ζητωκραυγές μετά από νίκες μα και από ήττες ολέθριες και έπειτα να εκλιπαρούν δικαιοσύνη … Είναι οι άνθρωποι τρελοί, αφού πρώτα οπλίσουν τον Έναν με τη δύναμη μετά να αποζητούνε αυτό που πρέπει εξ αρχής με σύνεση να δώσουν..

Έζησα άπειρες ζωές και έφτασα να λυπάμαι την άδικη τη μοίρα μου μέχρι να καταλάβω πως δεν είναι η επανάληψη ούτε οι ίδιοι δρόμοι που πάντοτε με έβρισκα αλλά σ’ αυτό που πρέπει την επανάληψη εγώ να μετατρέψω.. κι είναι βαρύ και δύσκολο και θέλει πολλή τέχνη μέσα από τα ίδια πάντοτε, κάπου αλλού να φτάνεις …

Ανακαλώ με περισσή αγάπη εκείνους τους εχθρούς μου που ήταν τόσο δυνατοί στην πίστη και στο μίσος .. ίσα και όμοια τους έχω με πρόσωπα αγαπημένα, γιατί αυτοί μου έδειξαν όσα οι φίλοι έκρυβαν από αγάπη παρεξηγημένη … σ αυτούς οφείλω τις άδηλες δυνάμεις μου που είχα μα δεν κατείχα..

Και την γριά γερόντισσα που όλοι την αποδιώχναν, μια νύχτα αφέγγαρη θυμάμαι που μασουλώντας ψίχουλα μου έλεγε .. να αμφιβάλλεις πάντα.. τίποτα όπως φαίνεται δεν είναι.. κι εγώ ακόμα, σκιά είμαι που χάνομαι στο πρώτο φως της μέρας …

Και είδα πράγματα πολλά που η εξαθλιωμένη νόηση σε έρποντες συνειρμούς δεν δύναται να αντέξει, αλλά το βλέμμα κοφτερό ξέρει να διακρίνει – μην το ξεχνάς αυτό – και η στιγμή θα φέρει να εμπιστευτείς τον άνθρωπο αυτόν που θα τον πουν άλλοι προδότη , μα εγώ γνωρίζω πως μέσα στα αμέτρητα τα χρόνια που περπάτησα τίποτα δεν υπάρχει πιότερο ανεκτίμητο από το απροσδιόριστο εκείνο, το ένστικτο όπου τολμά να παρακούει ό,τι είναι αναμενόμενο στα μάτια των ανθρώπων..

Κι αν στην αρχή μιλούσα και έλεγα δίχως να νοώ αφού η αθανασία ξύπνησε μίαν έπαρση που είχα καλά κρυμμένη, αλλά τα χρόνια πέρασαν και έμαθα να σωπαίνω και γνέφοντας χρόνο να δίνω στην ίδια τη ζωή τα λόγια της να πει..

Και δεν υπάρχει συνταγή μήτε ορισμός σ αυτό που λέγεται σοφία.. κι είναι η ζωή πολύ μικρή μα και μεγάλη να βρεις αυτό που θα σε τελειώσει ... εγώ ήμουνα ευτυχής να επιτείνω αλλά και δυστυχής γιατί κατάλαβα πως όσο κι αν έχεις δεν σου φτάνει και άνοα σπατάλησα μα δεν μπορώ να μην ευχαριστώ την μοίρα που όλα μου τα ‘δωσε πολλά αλλά με μέτρο χρόνου στην κάθε μια ζωή μου .. Ποια τάχα να ’ναι η ευδαιμονία..

Τώρα στην ύστατη στιγμή εκείνη την θυμάμαι που όσο κι αν πέρασε καιρός την μυρωδιά της έχω, και που και που γυρνάω το κεφάλι μην και την δω μπροστά μου όπως και τότε.. Μα αυτή θνητή και καταδικασμένη να αφήσει την ψυχούλα της να ενωθεί στο σύμπαν μα εγώ να τυραννιέμαι , σαν τρισκατάρατη ευχή τους κύκλους μου να κλείσω. Κι όταν αργά καμώνομαι πως ξαποσταίνω, την βλέπω σαν σε όνειρο να μου γλυκογελάει και έπειτα να χάνεται …Ζητάω να ξεχάσω ..

Πόσο αστείο θεέ μου, εγώ που διέτρεχα ζωές δεκάδες , να επιστρέφω πένητας όπως γεννήθηκα χωρίς καμιά περιουσία, εκατοντάδες μνήμες να δεσμεύω σε ένα βασίλειο νεκρό… τίποτα δεν υπάρχει εξόν από την ώρα … τώρα επιστρέφω..

Κι αν κάποτε τυχαία με συναντήσετε μες στο βαρύ της άμμου το Βιβλίο .. αμέσως να γυρίσετε σελίδα , σας το ζητώ σαν χάρη εγώ, που τίποτα δεν χάρισα … δεν θέλω να υπάρχω πια .. στη μνήμη κανενός…

…………………………………………………………………………………







• το βιβλίο της άμμου είναι ο τίτλος ενός μικρού μεν, πλήρους νοημάτων δε, διηγήματος του Χ. Λ. Μπόρχες..
• a tempo (μουσ.) είναι το σημείο για επάνοδο στον αρχικό χρόνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: