Οπτικές ΑυτΑπάτες
Ήταν ο πιο άξεστος άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Νταής και αγροίκος.
Όταν δεν είχε δρομολόγιο, άραζε στο ημιτελές μπαλκόνι του σπιτιού του, άπλωνε τα ποδάρια του και κάπνιζε αρειμανίως.. Η γυναίκα του μεγάλωνε τα δυο παιδιά τους και έτρεχε στα χωράφια πρωί βράδυ.. ανάσα δεν έπαιρνε…
Tον γούσταρε και τον αγαπούσε ταυτόχρονα.. που και που γινόταν βίαιος μέσα στα μεθύσια του, αλλά αυτό δεν με παραξένευε...ο καθένας βγάζει αυτό που έχει..
Άκουγε τα μικρά του αγόρια να βρίζουν και γελούσε, σίγουρος πως μεγαλώνει άνδρες…
-Ένα βράδυ θα σε πάρω να πάμε στο ποτάμι να ψαρέψουμε καραβίδες… Τι λες?
-Και δεν πάμε ? απάντησα
Στο ίσωμα του ποταμού , εκεί που τα νερά έδειχναν να ηρεμούν, έβγαλα το παντελόνι μην και το βρέξω, πήρα βιαστικά την απόχη και μπήκα να ψαρέψω. Ήμουν και παραμένω παντελώς άσχετη με το ψάρεμα.
-Άντε καλέ .. τι περιμένεις? του φώναξα .. Kοκαλωμένος κοιτούσε μ’ ανοιχτό το στόμα..
-Δεν είσαι για ψάρεμα απόψε .. καιρός να επιστρέψουμε και έσκυψε προς το μέρος μου … πήρα ένα τροχάδη που έχασα την μια μου παντόφλα, και ήταν και δανεική…
-Άφησε το παραθυρόφυλλο λάσκα και εγώ θα έρθω να σε συναντήσω …
Πριν κοιμηθώ, σφάλισα τα παντζούρια και μόνο αφού σιγουρεύτηκα πως έκλεισαν καλά, ξάπλωσα .. Μαύρος ύπνος… Τα χαράματα άκουσα θόρυβο και κάποιον να προσπαθεί να ανοίξει .. Επέμεινε λίγο αλλά είδε πως δεν τα κατάφερνε και εγκατέλειψε.. Μάζεψα το πρωί τα ρούχα μου, δικαιολογήθηκα στη γυναίκα του για μια βιαστική δουλειά και έφυγα με το πρώτο λεωφορείο για την πόλη..
Στο πορτοφόλι μου, όταν πήγα να βγάλω λεφτά για το εισιτήριο βρήκα ένα χαρτάκι διπλωμένο… είχε γράψει ένα ποίημα, ένα μικρό τετράστιχο για κάποιο ξωτικό πουλί και χρώματα ... Αυτός που δεν ήξερε καλά καλά να μιλάει…
Μου πήρε κάνα δυο τηλέφωνα που δεν απάντησα .. δεν τον ξανάδα…
Το χαρτάκι το έχω ακόμα…
Ήταν ο πιο άξεστος άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Νταής και αγροίκος.
Όταν δεν είχε δρομολόγιο, άραζε στο ημιτελές μπαλκόνι του σπιτιού του, άπλωνε τα ποδάρια του και κάπνιζε αρειμανίως.. Η γυναίκα του μεγάλωνε τα δυο παιδιά τους και έτρεχε στα χωράφια πρωί βράδυ.. ανάσα δεν έπαιρνε…
Tον γούσταρε και τον αγαπούσε ταυτόχρονα.. που και που γινόταν βίαιος μέσα στα μεθύσια του, αλλά αυτό δεν με παραξένευε...ο καθένας βγάζει αυτό που έχει..
Άκουγε τα μικρά του αγόρια να βρίζουν και γελούσε, σίγουρος πως μεγαλώνει άνδρες…
-Ένα βράδυ θα σε πάρω να πάμε στο ποτάμι να ψαρέψουμε καραβίδες… Τι λες?
-Και δεν πάμε ? απάντησα
Στο ίσωμα του ποταμού , εκεί που τα νερά έδειχναν να ηρεμούν, έβγαλα το παντελόνι μην και το βρέξω, πήρα βιαστικά την απόχη και μπήκα να ψαρέψω. Ήμουν και παραμένω παντελώς άσχετη με το ψάρεμα.
-Άντε καλέ .. τι περιμένεις? του φώναξα .. Kοκαλωμένος κοιτούσε μ’ ανοιχτό το στόμα..
-Δεν είσαι για ψάρεμα απόψε .. καιρός να επιστρέψουμε και έσκυψε προς το μέρος μου … πήρα ένα τροχάδη που έχασα την μια μου παντόφλα, και ήταν και δανεική…
-Άφησε το παραθυρόφυλλο λάσκα και εγώ θα έρθω να σε συναντήσω …
Πριν κοιμηθώ, σφάλισα τα παντζούρια και μόνο αφού σιγουρεύτηκα πως έκλεισαν καλά, ξάπλωσα .. Μαύρος ύπνος… Τα χαράματα άκουσα θόρυβο και κάποιον να προσπαθεί να ανοίξει .. Επέμεινε λίγο αλλά είδε πως δεν τα κατάφερνε και εγκατέλειψε.. Μάζεψα το πρωί τα ρούχα μου, δικαιολογήθηκα στη γυναίκα του για μια βιαστική δουλειά και έφυγα με το πρώτο λεωφορείο για την πόλη..
Στο πορτοφόλι μου, όταν πήγα να βγάλω λεφτά για το εισιτήριο βρήκα ένα χαρτάκι διπλωμένο… είχε γράψει ένα ποίημα, ένα μικρό τετράστιχο για κάποιο ξωτικό πουλί και χρώματα ... Αυτός που δεν ήξερε καλά καλά να μιλάει…
Μου πήρε κάνα δυο τηλέφωνα που δεν απάντησα .. δεν τον ξανάδα…
Το χαρτάκι το έχω ακόμα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου