ΠΡΟΣ(χ)ΗΜΑ
Συντεταγμένος σε Συναρτούμενη Συνάφεια, Συναγελάζεται.
Συνεργός μιας Συνάθροισης, κοινής Συνισταμένης Συντρόφων ομοϊδεατών,
Συνεισφέρει τον πενιχρό του οβολό Συνταυτιζόμενος .
Συνυπάρχει για να υπάρχει.
Συντονίζεται προς αποφυγήν τυχόν Συντριβής και Συνηγορεί υπέρ αδίκων, Συναλλασσόμενος υπόπτως κάθε λογής Συναπάντημα.
Συντηρεί Συνειδητά μια Συνοδεία Συνευωχούντων Συνεργατών με τα Συνακόλουθα οφέλη. Συναινετικός Συνθιασώτης μιας κατά τα άλλα Συνεπέστατης όσο και Συνένοχης Συντεχνίας.
Συνδιαλεγόμενος σε μια Συνεχή Συνθήκη αγνοεί πως Συνθλίβεται.
Συνελόντι ειπείν, Σύννομος …Μειοδότης …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου